ξίνισμα

ξίνισμα
το, -ατος
1. η απόκτηση ξινής γεύσης.
2. μεταβολή σε ξίδι.
3. μτφ., δυσαρέσκεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξίνισμα — το [ξινίζω] 1. αλλοίωση τών τροφών ή τών ποτών που έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ξινής γεύσης 2. τοποθέτηση λαχανικών μέσα σε ξίδι με σκοπό τη συντήρηση τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • ξίδιασμα — το [ξιδιάζω] 1. (για εδώδιμα) τοποθέτηση μέσα σε ξίδι, παρασκευή με ξίδι 2. αλλοίωση που υφίστανται οι διάφορες τροφές, ξίνισμα …   Dictionary of Greek

  • οξίνιση — η [οξινίζω] 1. το ξίνισμα, η μετατροπή σε ξινό, σε ξίδι 2. αλλοίωση τροφής με μεταβολή τής γεύσης της σε όξινη, εξαιτίας οξικής ζύμωσης …   Dictionary of Greek

  • οξίνισμα — το [οξινίζω] το ξίνισμα, η οξίνιση …   Dictionary of Greek

  • ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”